-
1 φαρίνα
η мука-крупчатка -
2 φαρίνα
kaliteli ince un -
3 крупчатый
επ.1. αλφιτοειδής.2. από φαρίνα, αχνίσιος.εκφρ.- ая мельница – μύλος φαρίνας•- ая муки – φαρίνα, άχνη•крупчатый помол – άλεσμα φαρίνας. -
4 крупчатка
(сорт муки) η φαρίνα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крупчатка
-
5 мука
1. (порошкообразный продукт, получаемый путём размола зерна хлебных злаков) το αλεύριкукурузная - το καλαμποκάλευρο, το αραβοσιτάλευροовсяная - см. толокнопшеничная - το σιτάλευρο, σιταρένιο -ячменная - το κριθάλευρο, κρίθινο -2. (измельчённые в порошок животные иминеральные вещества) η σκόνη (ζωηκών,μεταλλικών ή ορυκτών ουσιών), το αλεύριбутовая - το λιθάλευρο, η λιθόσκονηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мука
-
6 крупчатка
крупчаткаж (сорт муки) ἡ φαρίνα. -
7 крупчатка
[κρουπτσάτκα] ουσ. θ. φαρίνα -
8 крупчатка
[κρουπτσάτκα] ουσ θ φαρίνα -
9 крупитчатый
επ.1. κοκκώδης, σπειρωτός•κοκκωτός.2. μτφ. καλοθρεμμένος, εύρωστος.εκφρ.- ая мука – φαρίνα, άχνη. -
10 крупчатка
-и θ.φαρίνα, άχνη. -
11 пеклеванка
-Ι β.1. άχνη αλεύρου, πάσπα-λη, φαρίνα.2. βλ. пеклеванник.
См. также в других словарях:
φαρίνα — η, Ν λεπτό και εξαιρετικής ποιότητας σιτάλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. farina < λατ. farina «αλεύρι» < λατ. far, farris «είδος σιτηρού»] … Dictionary of Greek
Φαρίνα, Σαλβατόρε — (Farina, Σόρσο, Σάσαρι 1846 – Μιλάνο 1918). Ιταλός συγγραφέας. Εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο, όπου σπούδασε νομική, αλλά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και ήρθε σε επαφή με την «Oμάδα των ξένοιαστων». Τα γραπτά του όμως δεν έχουν τίποτα το κοινό με τα … Dictionary of Greek
φαρίνα — η (λ. ιταλ.), λεπτότατο και εκλεκτής ποιότητας σιτάλευρο, άχνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολόνια — Αρωματικό προϊόν, που αποτελείται από διάλυμα οινοπνεύματος και αιθέριων ελαίων (λεμονιού, λεβάντας, γιασεμιού κ.ά.). Η ελληνική ονομασία της προέρχεται από το γαλλικό eau de cologne, που σημαίνει στην κυριολεξία του νερό της Κολονίας. Η… … Dictionary of Greek